Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Hunters & Collectors - Hunters & Collectors (Virgin, 1983)




       Φιλοδοξούμε αυτή η ανάρτηση να σας πάει μακριά… ως το νότιο ημισφαίριο και την Αυστραλία, δηλαδή στον αντίποδα του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε, με τους Hunters & Collectors. Ίσως θυμάστε πως τους είχαμε πρωτοσυναντήσει στη συλλογή της A&M RecordsMaiden Australia”, όπου και τους ξεχωρίσαμε μαζί με τους Sunnyboys ως τις δύο αξιολογότερες συμμετοχές της εν λόγω συλλογής.
      Οι Hunters & Collectors, είναι new wave συγκρότημα που υφίσταται από το 1981 και παραμένει σε δημιουργική ενασχόληση με τη μουσική ως και τις μέρες μας, βεβαίως με διάφορες παύσεις και ενδιάμεσα διαλείμματα. Λέγεται ότι τα μέλη των Hunters & Collectors υπήρξαν λάτρεις της krautrock και πως πήραν το όνομά τους από το ομότιτλο τραγούδι των Can από το LPLanded” (1975). Πέρα από αυτό, μάς κέντρισαν την περιέργεια και τα τεκταινόμενα περί της ύπαρξης και κυκλοφορίας του δίσκου που περιγράφουμε σε αυτή την ανάρτηση, και εξηγούμε τον λόγο: φαίνεται πως οι Hunters & Collectors έχουν στο ενεργητικό τους δύο ομώνυμους δίσκους χρονικής απόστασης ενός έτους και με παρόμοια λίστα τραγουδιών, πράγμα που μάς προκάλεσε σύγχυση ως υποψήφιους λάτρεις της μουσικής τους. Πράγματι, μετά από αρκετή αναζήτηση, ξεκαθαρίστηκε πως το παρθενικό άλμπουμ τους  «Hunters & Collectors» κυκλοφόρησε σε διπλό βινύλιο αρχικά στην πατρίδα τους το 1982. Την επόμενη χρονιά το συγκρότημα ξεκίνησε περιοδεία στην Μεγάλη Βρετανία, όπου και υπόγραψε συμβόλαιο με την Virgin Records και προφανώς αποφασίστηκε να επανακυκλοφορήσει το πρώτο άλμπουμ, αυτή τη φορά σε παγκόσμια κλίμακα. Βέβαια, η διεθνής έκδοση του ομώνυμου δίσκου περιέχει τρία μόλις τραγούδια από το αρχικό διπλό άλμπουμ («Talking to a Stranger», «Scream Who», «Run Run Run») και συμπληρώνεται με τέσσερα τραγούδια που περιέχονταν στο ep «Payload» («Towtruck», «Droptank», «Mouthtrap», «Lumps of Lead»). Το δε ωραίο εξώφυλλο ανήκει και αυτό στο ep «Payload».
      Ξέρουμε όμως πως αυτά κουράζουν τον αναγνώστη και πως κυρίως οι βινυλιοθήρες ενδιαφέρονται για τις παραπάνω πληροφορίες. Δεν θέλουμε να δώσουμε την εντύπωση πως κρύβουμε με την πολυλογία μας την φτώχεια της μουσικής των Hunters & Collectors. Απεναντίας, οι Hunters & Collectors είναι ένα αξιοπρόσεκτο και αξιόλογο συγκρότημα, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής τους. Ακόμα και αυτή η πετσοκομμένη και ίσως… χοντροκομμένη εκδοχή του ομώνυμου δίσκου είναι ικανή να συγκλονίσει με το δυναμισμό που αποπνέει καθώς και την πρωτοτυπία της. Αποδεικνύεται δε πως ακόμη και τυχαία τραγούδια τους από ένα ep δεν υστερούν καθόλου και συγκρίνονται άνετα με τα τραγούδια μιας ολοκληρωμένης κυκλοφορίας. Η ουσία όλων των τραγουδιών που αναφέραμε πιο πάνω, ο κοινός παρονομαστής είναι η drums που κυριολεκτικά χορεύει funk πάνω σε μπάσο αλά «Talking Heads». Ό,τι λείπει από τα φωνητικά σε μελωδικότητα, το συμπληρώνουν τα πνευστά και τα πλήκτρα. Το τελικό αποτέλεσμα είναι άψογα «δεμένη» μουσική που εθίζει και ερεθίζει εγκεφαλικά, ενώ ο ακροατής ταυτόχρονα πασχίζει ν’ ανακαλύψει τί άλλο μπορεί να κρύβεται μέσα σε τόσο πομπώδη αλλά και υπέροχα τραγούδια.
    Είμαστε σίγουροι πως οι Hunters & Collectors θα γίνουν οι επόμενοι αγαπημένοι σας και πως με αφορμή την ανάρτηση θα θελήσετε να ψάξετε ακόμα περισσότερο την μουσική τους. Υποσχόμαστε ότι αν πέσει στα χέρια μας κάποιος από τους πρώτους τους δίσκους, ευθύς αμέσως θα μοιραστούμε την ακουστική εμπειρία μαζί σας.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Gruppo Sportivo - 10 Mistakes (Ariola, 1980)




    Πόσο πιο “in” για την εποχή του και ταυτόχρονα πόσες δεκαετίες πιο μπροστά απ’ τον καιρό του μπορεί να γίνει ένα συγκρότημα! Στους έχοντες επαφή με ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα και τη συμβολή τους σε θέματα μουσικής παιδείας χωρών, είναι κοινή διαπίστωση πως τα προερχόμενα εξ Ολλανδίας ακούσματα ήταν και παραμένουν πλούσια σε σωστή αφομοίωση καλαίσθητων επιρροών αλλά και διάθεση για εμπνευσμένες αναζητήσεις, χωρίς εμμονές στο παρελθόν και πάντα με ανοιχτούς ορίζοντες. Σημειώστε δε πως πρόκειται για μια χώρα η οποία πέραν της αδιαμφισβήτητης κλασικής κληρονομιάς (γνώρισμα του μεγαλύτερου μέρους της ηπειρωτικής Ευρώπης), στερείται πρακτικά αναγνωρίσιμων στοιχείων γηγενούς μουσικής παράδοσης στην κουλτούρα της. Μιας παράδοσης που ενώ για άλλα έθνη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εφόδιο και εφαλτήριο, στην ημεδαπή μάλλον τροχοπέδη και άλλοθι καλλιτεχνικού εφησυχασμού έχει στο διάβα του χρόνου σταθεί…
   Το εν λόγω σχήμα, καλλιτεχνικό τέκνο του πολυτάλαντου δημιουργού Hans Vanderburg, μετρά ήδη τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες ζωής και δημιουργίας. Χωρίς κάποια τρανταχτή, διεθνή επιτυχία στο ενεργητικό του, έχει ωστόσο μια συνεπέστατη παρουσία στο χώρο της ποιοτικής ποπ, μη έχοντας κάνει ποτέ εκπτώσεις χάριν εμπορικότητας.
   Οι Gruppo Sportivo παραδίδουν εδώ, ήδη στην πρώτη επίσημη  κυκλοφορία τους, μαθήματα συγκερασμού κιθαριστικού, έντονα ρυθμικού και κεφάτου ήχου, συχνά με συνοδεία σωστών γυναικείων φωνητικών, παρακολουθώντας αλλά όχι αντιγράφοντας την περιρρέουσα post-punk ατμόσφαιρα του τέλους των 70s. Η μουσική τους ιδιοφυία εντοπίζεται στο ότι βλέπουν με ψυχαγωγική μεν, ρεαλιστική δε ματιά τα τεκταινόμενα στην απέναντι ακτή της Μάγχης κατά την ίδια περίοδο, δίχως το όποιο «βάρος» που τα αντίστοιχα αγγλικά σχήματα λόγω προσκόλλησης στους γεννήτορες του είδους ή απλά λόγω ιδιοσυγκρασίας κουβαλούσαν. Γι’ αυτόν κυρίως το λόγο η μουσική παραγωγή των G.S. ακούγεται τόσο σύγχρονη ακόμα και στις μέρες μας, δίνοντας κατευθύνσεις για το πώς ακούσματα έως και χορευτικά θα έπρεπε να κυριαρχούν στα διάφορα σαχλαμαρο-μήντια που βασιλεύουν γύρω μας. Και εν τέλει, αφού πολλοί στον χώρο αυτό περνιούνται για σαΐνια, γιατί κάποιο δήθεν ευαίσθητο αυτί –ταλαίπωρου μουσικού παραγωγού ή ταπεινού διαφημιστή– δεν έχει έως σήμερα εντοπίσει τα παιχνιδιάρικα γυρίσματα του Beep Beep Love ή του Superman για σήμα εκπομπών ή έστω βραχύβιων ραδιοφωνικών σποτς;
   Ακούστε τους Gruppo Sportivo γι’ αυτό ακριβώς που διεκδικούν: έλλειψη στοχασμού και προκατάληψης και την ίδια στιγμή καλλιέργεια γούστου και υιοθέτηση χιούμορ –επιτέλους– στις μουσικές σας προσεγγίσεις. Τόσα χρόνια είναι ζωντανοί και το παλεύουν, τους αξίζει.
 


Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Del Amitri, The Creatures, The Moodists - Τριπλή Ανάρτηση για Καλό Καλοκαίρι!

     Σίγουρα πολλοί και πολλές από εσάς θα αναρωτιούνται ποιος κάθεται μέσα στον καύσωνα και στο μεσοκαλόκαιρο να ετοιμάσει μια τριπλή ανάρτηση που θα συντροφέψει όλους μας στις πολυπόθητες θερινές αποδράσεις;
Βλέπετε, ίσως είναι η προσωπική ανάγκη για μια καινούργια μουσική συντροφιά, ενδεχομένως διαφορετική από τις συνηθισμένες. Είναι ίσως και η τόσο δυνατή παρόρμηση να μοιραστούμε αυτή την μουσική που κάνει το χάσμα μεταξύ πραγματικότητας και της -εικονικής ούτως ή άλλως- μπλογκόσφαιρας να απέχει μόλις μερικά κλικ.
Σε βιβλική ειρωνεία και πάλι, απολαύστε τα τρία συγκροτήματα που θα δώσουν το ρυθμό σε αυτή την εναλλαγή:

     Πρώτα πρώτα ένα συγκρότημα που θα ορκιζόμαστε πως είναι εντελώς Αμερικάνικο, καθώς έχουν υιοθετήσει την προφορά αλλά και το στυλ των υπερατλάντιων εμπορικών συγκροτημάτων. Το συγκρότημα του οποίου πλέκουμε το εγκώμιο είναι οι Del Amitri και είναι στην πραγματικότητα Σκωτσέζοι και ανεβάζουμε ένα e.p. του οποίου το ομώνυμο κομμάτι έγινε εμπορική επιτυχία. Το "Nothing Ever Happens" βγήκε εκεί στα τέλη του 1989 με αρχές 1990 με άλλα τρία τραγούδια.

     `Επειτα έχουμε και τους Creatures, το δεύτερο μουσικό όχημα της Siouxsie Sioux - αν θεωρήσουμε πως οι Banshees δεν υφίστανται πλέον. Οι Creatures δεν μοιάζουν σε τίποτα με τους Banshees, εκτός από το γεγονός πως συμμετέχουν σε αυτούς η Siouxsie και ο Budgie. Σας δίνουμε το e.p. "Standing There" που βγήκε και αυτό εκεί στα 1989 μαζί με άλλα δύο κομμάτια στο μοναδικό tribal στυλ που καθιέρωσε τους Creatures από τα τέλη της δεκαετίας του 80 μέχρι και την αιωνιότητα.

     Τέλος, έχουμε τους Αυστραλούς Moodists. Είναι οι λιγότερο γνωστοί καλλιτέχνες της ανάρτησης, ωστόσο έχουν αρκετό ενδιαφέρον. Από αυτούς ανεβάζουμε το e.p. "Justice And Money Too" που βγήκε το 1985 με συνολικά τρία τραγούδια. Οι Moodists συνεχίζουν επάξια την καλή παράδοση που θέλει τα Αυστραλέζικα συγκροτήματα να είναι και ποιοτικά. Συνεπώς η μουσική τους είναι καλή alternative rock, έτσι όπως ένα αυθεντικό Αυστραλέζικο συγκρότημα μπορεί να γράψει.

     Ελπίζουμε πως με την τριπλή μας ανάρτηση γεμίσαμε κάποιο κενό στις καλοκαιρινές σας ακροάσεις. Θα θέλαμε να γνωρίζουμε εάν οι μουσικές που ανεβαίνουν εδώ δύνανται να σας συντροφέψουν εκτός από την καυτή καθημερινότητα και στις διακοπές σας. Καλή ξεκούραση σε όσους θα διακοπεύσουν, τα λέμε πάλι από Σεπτέμβριο.







Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Dole - The Speed Of Hope (Penguin, 1986)





    Είμαστε σίγουροι πως ο δίσκος της σημερινής ανάρτησης πρέπει να υπήρξε από τους αγαπημένους των οπαδών της new wave μουσικής, όσον αφορά το ελληνικό κοινό κατά τα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Είμαστε επίσης βέβαιοι πως μόλις ακούσετε δυο-τρεις χαρακτηριστικές κομματάρες, θα θυμηθείτε αυτό το (σχεδόν) άγνωστο συγκρότημα από την μικρή Βελγική πόλη Athus. Άν και ο τίτλος της ανάρτησης μάς έχει ήδη προδώσει, ο κολακευτικός μας λόγος είναι για τους Dole και το μοναδικό τους LP "The Speed Of Hope" που κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα από την ανεξάρτητη δισκογραφική Penguin.
    Εκ πρώτης ακοής οι Dole μοιάζουν απόλυτα μαγεμένοι από την αίγλη των Cure (πράγμα που ισχύει για αρκετά από τα συγκροτήματα εκείνης της εποχής), όμως ακούγοντας πιο προσεκτικά, συνειδητοποιεί κανείς πως υπερισχύει το προσωπικό στυλ σε κάθε μία από τις οκτώ αξιόλογες και δυνατές συνθέσεις. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός πως ο Adrian Borland, αρχηγός των φοβερών The Sound ("I Can't Escape Myself"), καθοδήγησε σοφά τους Dole και συμμετείχε ενεργά στη γένεση αυτού του δίσκου.
    Για όσους δεν γνωρίζουν για τί πράγμα μιλάμε, η φυσιογνωμία του "The Speed Of Hope" είναι ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος του. Τα περισσότερα τραγούδια είναι σε γρήγορο tempo και κάποια σε mid-tempo, όμως όλα κουβαλούν κάτι από τη μελαγχολία της εποχής τους και προσδίδουν ιδιαίτερα έντονη νοσταλγία. Όμως, η μουσική πολλές φορές είναι αυτό που εμείς θέλουμε να είναι, έτσι δεν είναι;
    `Οσοι είστε ένθερμοι οπαδοί και της γηγενούς new wave και μετα-πάνκ σκηνής ενδεχομένως να εντοπίσετε γνώριμες μελωδίες στα "Maybe Tomorrow", "I Say" και "Satellite". Όμως, δεν είναι απαραίτητο να επεκταθούμε σε αυτό γιατί πολύ απλά είναι απόλυτα λογικό κάποιοι καλλιτέχνες να επιδρούν και ταυτόχρονα κάποιοι άλλοι να αποδέχονται αυτήν την καλώς εννοούμενη επίδραση στην μορφή κάποιου μουσικού "δανείου".
    Χάριν... μουσικής παιδείας αφήνουμε τους Dole να ρίξουν τη σκιά τους στο παρόν μας και να μας θυμίσουν για ακόμη μια φορά πως η δεκαετία του 1980 παρήγαγε και ποιοτική μουσική και ως φάντασμα ή φάρσα επανέρχεται σε πείσμα των τόνων μέϊκ-άπ και της στερεότυπης ποπ ανοησίας.


Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Eric Burdon & War - The Black-Man's Burdon 2LP (MGM, 1970)


      Πρώτο κεφάλαιο ενός τεράστιου «βιβλίου» για την ιστορία της σύγχρονης μουσικής, ο δίσκος αυτός των War από το μακρινό 1970. Κάνοντας μια μικρή εισαγωγή, αναφέρουμε ότι το συγκρότημα σχηματίστηκε το 1969 και, με πάμπολλες αλλαγές στη σύνθεσή του –πρόκειται ουσιαστικά για μια μεγάλη μουσική παρέα–, καταφέρνει να επιβιώνει ακόμα, με πιο πρόσφατη δισκογραφική παρουσία το 2014.
     Ο συνδυασμός πολλών μουσικών στοιχείων και η διάθεση πειραματισμού στις δουλειές των War, ήταν εμφανής από τα πρώτα κιόλας βήματα της δισκογραφικής τους παρουσίας. `Εχουν κατά καιρούς καταπιαστεί με στοιχεία rhythm and blues, soul, rock, funk, jazz, latin, χωρίς φόβους και περιορισμούς, ανοίγοντας μουσικούς δρόμους για το κοινό τους, όπως ελάχιστα άλλα ονόματα έχουν κατορθώσει. Λίγο-πολύ και παρ’ όλο που ποτέ δεν έγιναν επιτυχημένοι σε παγκόσμιο επίπεδο, όλο και κάποια τραγούδια τους είναι ακόμα και στις μέρες μας αναγνωρίσιμα (“Low rider”, “The world is a ghetto”, “Slippininto darkness”, “Why cant we be friends” κ.ά.), αποδεικνύοντας ότι έστω και με πλάγιο τρόπο, χωρίς ιδιαίτερη προώθηση, έχουν καταφέρει διαχρονικά να μπολιάσουν με τους ρυθμούς τους πολλά και διαφορετικά μουσικά είδη και παρακλάδια τους.
    Για να επιστρέψουμε στη συγκεκριμένη κυκλοφορία, θα πρέπει οπωσδήποτε να παρατηρήσουμε ότι αποτελεί χαρακτηριστικό «προϊόν» της ποικιλοτρόπως τρελαμένης εποχής της, με υπερβολές, ακρότητες, πληθωρικότητα και αναμφίβολα μουσική πολυχρωμία. Η συμμετοχή του Eric Burdon που θα συνεχιζόταν και σε αρκετές μεταγενέστερες ηχογραφήσεις των War, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο στη διαμόρφωση του προφίλ του συγκεκριμένου δίσκου, αλλά και γενικότερα της συνάντησης διαφορετικών μουσικών υπόβαθρων, με χαρακτηριστικότερα εκείνα της λευκής με τη μαύρη μουσική του Νέου Κόσμου.
     Στο διπλό αυτό άλμπουμ γίνεται μουσική διασκευή/ανάπτυξη των προγενέστερων επιτυχιών “Paint it black” και “Nights in white satin” (των Rolling Stones και Moody Blues αντίστοιχα), αναμεμιγμένη με συνθέσεις του γκρουπ που κυμαίνονται από απλές έως… δαιδαλώδεις κι από χαλαρές έως οργισμένες. Παράλληλα, το –ιδιαίτερα διαδεδομένο εκείνη την εποχή– στοιχείο της κοινωνικής διαμαρτυρίας υποβόσκει αλλά είναι οπωσδήποτε παρόν, όπως μπορεί κανείς να διακρίνει στα διάφορα λογοπαίγνια και αναφορές στους τίτλους των κομματιών αλλά και του ίδιου του LP. Αξιοπρόσεκτα τέλος το οπισθόφυλλο και εσωτερικό εξώφυλλο για την θεματική τολμηρότητά τους, μια τολμηρότητα όμως που διέπει όλο το καλλιτεχνικό στίγμα του δίσκου, σε ακατέργαστη ακόμα μορφή, αλλά σίγουρα δηλωτική των μετέπειτα κυκλοφοριών του συγκροτήματος. 
    Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω, μπείτε στον μαγικό, πολυδιάστατο κόσμο των War, με τη σιγουριά ότι οι μουσικές κατευθύνσεις που πρότειναν και προτείνουν δεν θα σας προδώσουν ποτέ!



 

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

VARIOUS - Hommage A Duras (Music Box, 1987)


   Η Μαρκερίτ Ντυράς (αληθινό όνομα Μαρκερίτ Ντοναντιέ) ήταν Γαλλίδα συγγραφέας και κινηματογραφίστρια που γεννήθηκε στην Γαλλική Ινδοκίνα (η σημερινή Σαϊγκόν στο Βιετνάμ). Τα δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια σίγουρα επέδρασαν στο χαρακτήρα της και ανέδειξαν μια ευαίσθητη, δημιουργική αλλά και παθιασμένη ψυχή. Ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος την βρήκε να εργάζεται στο Παρίσι αφού πρώτα είχε σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και είχε γίνει μέλος του Γαλλικού ΚΚ. Μετά τον πόλεμο συνέχισε να δημιουργεί έως το θάνατό της (στα μέσα της δεκαετίας του 1990), αφού άφησε πίσω της μεγάλη παρακαταθήκη από νουβέλες, θεατρικά έργα, δοκίμια, σενάρια, αλλά και κινηματογραφικές ταινίες, κάποιες από τις οποίες είχε σκηνοθετήσει, γράψει και κινηματογραφίσει η ίδια. Μερικές από τις πιο γνωστές ταινίες που έχει γράψει είναι το αντιπολεμικό αριστούργημα «Χιροσίμα Αγάπη μου» του 1959 σε σκηνοθεσία Αλέν Ρενέ, αλλά και η αυτοβιογραφική «Ο Εραστής» του 1992 σε σκηνοθεσία Ζαν Ζακ Ανό.
   Θ' αναρωτηθείτε κι εσείς τώρα: «για ποιο λόγο παρατίθενται τα βιογραφικά στοιχεία της συγγραφέως;» Η απάντηση είναι απλή και προφανής: επειδή είναι σημαντικά για την περιγραφή και τελικά την κατανόηση του δίσκου που αναρτούμε σήμερα, καθώς η μουσική που ρέει στα αυλάκια του φαντάζει το ίδιο ευαίσθητη, τρυφερή, αλλά και δυναμική όπως και το πρόσωπο που την ενέπνευσε.
     Η μουσική λοιπόν αυτού του δίσκου που έχει τον τίτλο «Hommage A Duras», δηλαδή «Αφιέρωμα στην Ντυράς» βγήκε σε εμπορική κυκλοφορία το 1987 από την Βελγική δισκογραφική Interior (παρακλάδι της Les Disques Du Crépuscule) και ταυτόχρονα από τη δική μας Music Box (που ως γνωστό, επανέκδωσε πολλά από τα αριστουργήματα της Disques Du Crépuscule). Η αφιερωματκή συλλογή απαρτίζεται από ονόματα του γνωστού «κυκλώματος» μουσικών που συνηθίζουν να ασχολούνται με τέτοια projects, όπως συνέβη π.χ. και με τη συλλογή «Operation Twilight» που αναρτήσαμε πριν από καιρό. Έτσι λοιπόν ακούμε τον Blaine Reininger μαζί με τους Durutti Column σε απολαυστικά αριστουργήματα όπως το «La Douleur» ή και το «The Sea Wall». Εξίσου αναγνωρίσιμα κομμάτια είναι και εκείνα που εκτελούν μόνοι τους οι Durutti Column στο γνωστό τρεμάμενο και εύθραυστο ύφος του Vinni Reilly και της παρέας του, όπως το «Little Horses Of Tarquina». Το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας του αφιερώματος αυτού το καταλαμβάνει ο Richard Jobson, μέλος του πάλαι ποτέ πανκ συγκροτήματος The Skids και αργότερα των νεοκυματικών The Armoury Show. Φαίνεται πως ο Jobson είχε ασχοληθεί εκτενώς και παλαιότερα, έχοντας ήδη πραγματοποιήσει solo αφιέρωμα στη Γαλλίδα συγγραφέα με παρόμοιο τίτλο (Un Hommage A Marguerite Duras "Simplicity, Splendour; Simply Splendid”). Τέλος, κάτι περίεργο που μας τράβηξε την προσοχή είναι το κομμάτι «Lament» που κάνει ποδαρικό στην πρώτη πλευρά του δίσκου και αποδίδεται σε κάποιον Bartok. Εικάζουμε πως πρόκειται για τον Ούγγρο συνθέτη και πιανίστα Bela Bartok (1881-1945) τον οποίο φαίνεται πως είχε συγκινήσει η δουλειά της συγγραφέως, ώστε να εμπνευσθεί από αυτήν.
   Σας προκαλούμε λοιπόν, χωρίς να έχουμε πρόθεση να φαινόμαστε «ιντελεκτουέλ», να μπείτε στον κόσμο της Μαρκερίτ Ντυράς. Να κάνετε την αρχή ακούγοντας αυτόν τον δίσκο-αφιέρωμα και να «ταξιδέψετε» με τη φαντασία σας στην άγνωστη και μυστικιστική Ασία του μεσοπολέμου. Όμως και να προσεγγίσετε την Ντυράς μέσα από τον κινηματογράφο και την πεζογραφία, εάν χόμπι σας είναι το διάβασμα ή η έβδομη τέχνη.
 


Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

VARIOUS - ΡΥΘΜΟΣ ΚΑΙ ΝΕΙΑΤΑ (ca. 1975)




       Ας αρχίσουμε με μια διαπίστωση: κακό πράγμα ο Συλλέκτης Δίσκων.
   Με τον πιο πάνω όρο, αναφερόμαστε σε όποιον αγοράζει τυφλά δίσκους βινυλίου, βάσει της όποιας «σπανιότητας» του έχουν υπαγορεύσει κάποιοι κατάλογοι/επιτήδειοι καταστηματάρχες/άλλοι ομοιοπαθείς συλλέκτες κ.ο.κ. Το είδος υπήρχε σε μικρότερο βαθμό παλιότερα, έχει όμως γνωρίσει έξαρση τον τελευταίο καιρό, ιδίως με την καταναλωτική μεταστροφή από το CD στο βινύλιο και την εξάπλωση καταστημάτων του είδους στις μεγάλες πόλεις, αλλά και το πλήθος των ιντερνετικών επιλογών αγοράς. Ακολουθώντας πια τους νόμους της προσφοράς και ζήτησης –οι οποίοι υποδαυλίζονται-στρεβλώνονται έντεχνα από τους εμπλεκόμενους έμπορους και κερδοσκόπους– έχει δημιουργηθεί ένα τυφλό κοπάδι αυτοαποκαλούμενων (και καλά...) συλλεκτών, χαρακτηριζόμενο αντικειμενικά από μικρή ως μηδενική μουσική παιδεία και άρρωστη πλεονεξία, παρά την όποια οικονομική κρίση ή ακριβώς εξ αιτίας αυτής. Σαν πεινασμένες ακρίδες, συχνάζουν σε παζάρια, καταστήματα και σχετικούς ιστότοπους, με ποικίλα κίνητρα, τα οποία κάποιες φορές αγγίζουν έως και τα όρια της ψυχασθένειας.
   `Εχουν αναφερθεί παραδείγματα όπως πελάτη σε κατάστημα μεταχειρισμένων δίσκων που κυκλοφορούσε με μαγνήτη και ψώνιζε με βάση τον… μαγνητισμό που εξέπεμπε το εκάστοτε βινύλιο (μαγνητισμό; το πλαστικό;; και όμως!), άλλου που το έκανε με κριτήριο αποκλειστικά την αισθητική του εξώφυλλου και άλλα τέτοια γραφικά. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις, οι «συλλέκτες» πληρώνουν τρελά ποσά για δίσκους που είχαν κυκλοφορήσει (σκόπιμα ή μη) σε περιορισμένα αντίτυπα, είχαν κάποια ατέλεια στη χάραξη ή την εκτύπωση κ.λπ.
   Και η μουσική -ή αν προτιμάτε η χρηστική- αξία; Αγνοούμενη και απούσα εν προκειμένω, αφού το κύριο ζητούμενο είναι είτε το κέρδος είτε η άρρωστη ικανοποίηση της ιδιοκτησίας και κατοχής, λες και πρόκειται για γραμματόσημο, βάζο ή αντίκα. Με την ύπαρξη και συντήρηση του μηχανισμού πονηρού μαγαζάτορα-αγαθιάρη πελάτη-στυγνού μεταπράτη, η αγορά στραγγίζει από δίσκους πραγματικής μουσικής ποιότητας, που… συλλαμβάνονται και κρατούνται με συνοπτικές διαδικασίες σε κιβώτια και ράφια κάθε είδους άσχετου και στερημένου καταναλωτή, στον αιώνα τον άπαντα.
   Προς τι όμως αυτός ο πρόλογος; Είχαμε την ευκαιρία πρόσφατα να πληροφορηθούμε ότι σε πολυδιαφημισμένο παζάρι δίσκων (γρανάζι δυστυχώς κι αυτό του παραπάνω περιγραφόμενου μηχανισμού), η κυκλοφορία που παρουσιάζουμε σήμερα έφτασε να πωλείται 150 ευρώ και με βάση τις παρατηρήσεις μας δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι βρέθηκε και αγοραστής! Με κάμποσο κόπο και αρκετή περιέργεια εντοπίσαμε ένα προς ένα τα περιεχόμενα άσματα, για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι παρά το αρκούντως ιντριγκαδόρικο εξώφυλλο δεν πρόκειται παρά για μια συλλογή απροβλημάτιστων, ερωτικών (κυρίως) χουντο-χιτς, τα περισσότερα εκ των οποίων κατά την προσφιλή τότε συνήθεια αποτελούσαν διασκευές ξένων επιτυχιών της εποχής. Παρ’ όλο που ως έτος κυκλοφορίας αναφέρεται το 1975 (πληροφορία που δεν μπορέσαμε να διασταυρώσουμε ελλείψει  των ετικετών του δίσκου), τα τραγούδια είναι οπωσδήποτε προγενέστερα –πιθανότατα  μεταξύ 1970 ως 1974– ερμηνευμένα από αστέρια και αστερίσκους της εν λόγω περιόδου. Δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε την παρουσία της τότε ραδιοφωνικής και τηλεοπτικής «βασίλισσας» της bubblegum-pop, Νέλλυ Μάνου, η οποία αποτελούσε την επιτομή της ευνοούμενης από  το σύστημα τραγουδίστριας της επταετίας, με τα παντελώς ομοιόμορφα και «προκάτ» χιτς που ερμήνευε.
   Σε ανάλογο –και έως… τραγικά ανέμελο ύφος, βάσει των κοινωνικών δεδομένων τα εποχής– κινούνται και οι περισσότεροι ερμηνευτές του δίσκου, ελάχιστοι από τους οποίους επιβίωσαν και μετά το τέλος των 70s έως μέσων των 80s στην άνυδρη εγχώρια πραγματικότητα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Τάμμυ, Τέρη Χρυσό και Ελπίδα, με το συγκρότημα των Osiris να αποτελεί τη μόνη ίσως αξιοπρόσεκτη περίπτωση εδώ, εκπροσωπούμενο μάλιστα από δύο τραγούδια. Η εν λόγω μπάντα, παρά την περιορισμένη επιτυχία που γνώρισε, ήταν ίσως μια από τις πρώτες που εισήγαγε στοιχεία του τότε εμφανιζόμενου hard/progressive ήχου στην ελληνική δισκογραφία. Εδώ έχουν αντρικά φωνητικά, μαρτυρείται όμως και το τραγουδιστικό πέρασμα της… Πωλίνας απ’ αυτούς, ενώ στο παρατιθέμενο λινκ από μουσική εκπομπή της τότε ασπρόμαυρης τηλεόρασης μπορούμε να τους δούμε στη μοναδική ίσως σωζόμενη εμφάνισή τους με (αλλοδαπή κατά πάσα πιθανότητα) τραγουδίστρια σε δυο τραγούδια, το πρώτο εκ των οποίων είναι η διασκευή του Easy Livin’ των Uriah Heep (απόσπασμα από 07:56 έως 11:40) : https://www.youtube.com/watch?v=5LxwV7hE844
  
   Για να μη μακρηγορούμε περισσότερο: χλευάστε όποιον καυχιέται ότι είναι συλλέκτης δίσκων (αφού κατά πάσα πιθανότητα περί άσχετου επιδειξιομανή πρόκειται),  τσιμπήστε χάριν περιέργειας το δισκάκι, ώστε να παραδειγματιστείτε για το χάσμα που μπορεί να υπάρχει μεταξύ μουσικής αξίας και εμπορικής τιμής και το κυριότερο αποφύγετε να πέσετε στην παγίδα του εύπιστου, παθιασμένου καταναλωτή βινυλίου που τεχνητά παραμένει ανοιχτή και συνεχώς διευρύνεται, δίνοντας προτεραιότητα στο προσωπικό σας μουσικό ψάξιμο – πηγές και δυνατότητες υπάρχουν πλέον πολλές.      

  

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Random Hold - Etceteraville (Passport Records, 1980)


   Αλήθεια, έχετε ποτέ σας αναρωτηθεί πώς θα ακουγόντουσαν οι Van Der Graaf Generator αν κυκλοφορούσαν το πρώτο τους άλμπουμ εν έτει 1980; Κάτι τέτοιες περίεργες σκέψεις μάς πέρασαν από το μυαλό ακούγοντας ξανά και ξανά το πρώτο άλμπουμ των Βρεττανών Random Hold, με τίτλο “Etceteraville”. Ένας από τους λόγους που τα λέμε αυτά είναι επειδή ο Peter Hammil, δημιουργός των Van Der Graaf Generator και επιφανής μουσικός του εν λόγω θρυλικού σχήματος της progressive rock, βοήθησε τους Random Hold στα πρώτα τους βήματα κάνοντας την παραγωγή αλλά και δρώντας ως «σκιώδες» μέλος τους. Πιστεύουμε πως αυτό ώθησε το συγκρότημα στο να δώσει τον καλύτερο εαυτό του, δημιουργώντας για αρχή ένα δίσκο-επιτομή του παλιού με το καινούριο.
   Όσον αφορά τα μέλη των Random Hold, δεν επρόκειτο για ερασιτέχνες και ενδεχομένως δεν θα χρειαζόντουσαν τη βοήθεια του Peter Hammil. Έχουν σοβαρή εμπειρία στο ενεργητικό τους, όντας συνεργαζόμενοι με πασίγνωστους και «μάστορες» στο είδος τους όπως ο Brian Eno, ο Phil Manzanera, ο Peter Gabriel, οι Skids, αλλά και ο Jon Anderson των Yes. Είναι επιβλητικό και μόνο να αναφέρονται τα παραπάνω ονόματα, πόσω μάλλον να έχει κανείς συνεργαστεί μαζί τους.
   Στο πρώτο άκουσμα, οι Random Hold ανήκουν στο ίδιο είδος μουσικής όπως οι πασίγνωστοι Ultravox, οι Human League, ή οι Magazine και άλλα παρόμοια συγκροτήματα της μετα-πανκ και new wave σκηνής. Κατά τη γνώμη μας -και σε δεύτερη ανάλυση- αυτό που πέτυχαν οι Random Hold ήταν η όσμωση διαφορετικών επιρροών από το παρελθόν, ώστε να γεννηθεί ένας καινούργιος ήχος. Θεωρούμε δε, πως το πρώτο τους άλμπουμ “Etceteraville” είναι αριστουργηματικό και γι’ αυτό το λόγο αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά τραγούδια όπως τoWhat Happened” ή το “Montgomery Clift” που θα γίνει το καινούργιο αγαπημένο σας, αλλά και το “Silver Spoons” με τις φαινομενικά πολύπλοκες ενορχηστρώσεις. Τέλος, το “Precarious Timbers” θα προκαλέσει έντονες συγκινήσεις στους απανταχού λάτρεις της progressive rock.
   Για την ιστορία, το συγκρότημα κυκλοφόρησε άλλα δύο άλμπουμ, στο πρώτο από αυτά (“The View From Here”) έκανε και πάλι την παραγωγή ο Peter Hammil, ενώ στο δεύτερο (“Burn The Buildings”) την παραγωγή έκανε ο Rikki Sylvan (ελπίζουμε να τον θυμόσαστε από παλιότερη ανάρτησή μας).
   Τέλος, θέλουμε να πιστεύουμε πως η παρούσα ανάρτηση θα αναπληρώσει κάποια κενά στην μουσική παιδεία των αναγνωστών μας, αλλά και θα αναθερμάνει το ενδιαφέρον τους για παρόμοιους μουσικούς πειραματισμούς που μέλλονται να παρουσιαστούν στις εικονικές σελίδες του Prostitution Times


Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

ΔΙΑΦΟΡΟΙ - 40 Χρόνια ΜΙΝΙΟΝ (Minos, 1974)


   Αυτό κι αν είναι ταξίδι μέσα σε χρονο-κάψουλα!
  Από τα βάθη του μουσικού χρόνου ανασύρουμε σήμερα μια ασυνήθιστη επετειακή έκδοση του πάλαι-ποτέ μεγαλύτερου πολυκαταστήματος τα Αθήνας, του ιστορικού έως… μυθικού ΜΙΝΙΟΝ που θα λαμπάδιαζε στις προβοκατόρικες φωτιές της πρωτεύουσας το 1981. Αρχές του 1974 λοιπόν, έγινε υπό μορφή ποτ-πουρί με ενδιάμεσες επεξηγηματικές αφηγήσεις μια προσπάθεια αναδρομής σε χαρακτηριστικές μουσικές στιγμές της ελληνικής πραγματικότητας σε βάθος χρόνου τεσσάρων δεκαετιών, όσες συμπλήρωνε τότε και το προαναφερόμενο πολυκατάστημα. Υποθέτουμε ότι η επιλογή των ηχογραφήσεων (στην οποία δεν παραβλέπουμε τη συμμετοχή του μέγιστου Γιάννη Σπάρτακου), έγινε μέχρι τα μέσα του εν λόγω έτους, γιατί απουσιάζει παντελώς το πολιτικό τραγούδι που καιροφυλακτούσε να ξεσπάσει με τη μεταπολίτευση…
   Στα χαρακτηριστικά της μεταβατικής εκείνης εποχής ας σημειωθεί ο όρος “Marketing” που κάνει δειλά την εμφάνισή του στο οπισθόφυλλο –προάγγελος των γιάπικων προτύπων που θ’ ακολουθούσαν λίγα χρόνια αργότερα, όπως και ο όρος «ηλεκτρονικός διερευνητής» που ήταν δόκιμος κατά την περίοδο αυτή.
   Αυτό που μας οδήγησε στον συγκεκριμένο δίσκο, ήταν όμως μια φωνή: εκείνη της αξέχαστης Βίκυς Καρέλλη, που μόνο ως μακρινή, μαγική ανάμνηση ηχεί πια στ’ αυτιά μας από τηλεοπτικές εκφωνήσεις σε ντοκυμαντέρ του Ζακ Υβ Κουστώ στην τότε κρατική τηλεόραση. Εντοπίστε την ανάμεσα στους σχολιασμούς των κομματιών του δίσκου, για να πάρετε μια μικρή ιδέα του τι σήμαινε σε άλλους καιρούς σωστή άρθρωση, ορθή εκφορά της ελληνικής και βελούδινη χροιά φωνής ταυτόχρονα. Σε εποχές που έπρεπε να προφέρεις το «ντ» με διάκριση των δύο συμφώνων και όχι με το σλάβικο «d» που κυριαρχεί παντού σήμερα, αν ήθελες να έχεις τις παραμικρές ελπίδες πρόσληψης ως εκφωνητής/εκφωνήτρια σε ραδιόφωνο ή τηλεόραση…
   Η μουσική αξία του δίσκου σαφώς θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη αν τα κομμάτια ακούγονταν ολόκληρα (για λόγους κόστους προφανώς, στριμώχτηκαν 40 τραγούδια σε μονό δίσκο!) ή ακόμα αν –κατά τη γνώμη μας– έλειπαν στιγμές όπως εκείνη του «ακατονόμαστου» μουσικού… καπελωτή των πάντων, που από τότε περίπου είχε αρχίσει να δυναστεύει το νεότερο ελληνικό τραγούδι.
  Έστω κι έτσι, κρατάμε τον εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα του εγχειρήματος ως στιγμιότυπο αλλοτινών, αγνότερων εποχών και αντιτάσσουμε με τη βοήθειά του τρέλα στην τρέλα των σημερινών.