Πριν 2-3 χρόνια, διάσημη, βραβευμένη διεθνώς αρχιτέκτων, επισκέφτηκε την Ελλάδα. «Τι πιστεύετε ότι φταίει για την οικιστική εικόνα των σημερινών ελληνικών πόλεων;» τη ρώτησε δημοσιογράφος. Η απάντησή της, άμεση: «Η διαφθορά!».
...Το ότι είμαστε λαός του λυπημού, θα το έχετε καταλάβει πια. Κάποτε ικανοί για το καλύτερο, συχνότερα όμως –και με εξευτελιστικό τρόπο μάλιστα– για το χειρότερο! Από την Τουρκοκρατία και μετά, λίγες οι φωτεινές μορφές που προσπάθησαν να δείξουν έναν δρόμο καλύτερο για το μέλλον στις μάζες των δουλοπρεπών ιθαγενών που είχαν απομείνει… Κι όταν αυτές οι μορφές σπάνιζαν πια στην ημεδαπή, τα λαμπρά μυαλά κάποιων ξένων που αγάπησαν αυτό τον τόπο έπαιρναν τη σκυτάλη, σκουντουφλώντας όμως κι αυτά στα στουρνάρια της κακοτράχαλης ελληνικής πραγματικότητας. Μια απ’ αυτές τις περιπτώσεις στάθηκε η μορφή του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ, στην οποία οφείλουμε συγκλονιστικά δείγματα καλαισθησίας ανά την Ελλάδα – περισσότερα για τη ζωή και το έργο του όποιος έχει τη διάθεση να ψάξει, θα βρει…
Μεταφερόμαστε λίγα χρόνια πριν από το σήμερα. Ένας ηλικιωμένος ταξιτζής που φαινόταν ότι κόλλαγε πια τα τελευταία ένσημα πριν τη σύνταξη, περνώντας μπροστά από ιδιωτικό μεγαθήριο-νοσοκομείο του Nέου Φαλήρου, έδειξε για λίγο προς αυτό και είπε: «Ξέρεις τι ήταν εδώ κάποτε; Το ΑΚΤΑΙΟΝ..!».
Μα τι ήταν τούτο το παράξενο, αιθέριο όνομα που ζούσε πια μόνο ως ανάμνηση; Ξεκινήσαμε την αναζήτηση…
Και ακόμα:
Δημιούργημα του προλεχθέντος Τσίλλερ λοιπόν και εμπνευσμένο αρχιτεκτονικά από την Όπερα της Βιέννης, το ΑΚΤΑΙΟΝ χτίστηκε στην παραλία του Νέου Φαλήρου την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα και λειτούργησε για αρκετά χρόνια ως τετραώροφο πολυτελές ξενοδοχείο, σημείο αναφοράς για την κοσμική ζωή της «Κηφισιάς του νότου», όπως ήταν τότε γνωστό το Νέο Φάληρο, εξαιτίας του πλήθους των αρχοντικών, νεοκλασσικών κτισμάτων του. Τα χρόνια πέρασαν. Με τους «Συμμαχικούς» -και όπως αποδείχτηκε, τραγικά περιττούς- βομβαρδισμούς του Πειραιά το 1944, το ΑΚΤΑΙΟΝ υπέστη ζημιές (όχι όμως ανεπανόρθωτες) και αυτό σε συνδυασμό με την εν γένει παρακμή της μεγαλοαστικής τάξης του λεκανοπεδίου, το έκανε βαθμιαία σκιά του εαυτού του. Ήδη από την δεκαετία του '50 ξεκίνησε η πλήρης -και ύποπτη- αδιαφορία για την τύχη του και το 1/3 του (αριστερό τμήμα) άρχισε μεθοδικά να ροκανίζεται και να... πολυκατοικιοποιείται.
Και ήρθε η χούντα. Ο αγράμματος –πλην όμως θρασύς και παντοδύναμος– δήμαρχος Σκυλίτσης, υπεύθυνος για μια σειρά οικιστικών εγκλημάτων (ισοπέδωση τμήματος των Μακρών Τειχών της αρχαιότητας, κατεδάφιση του περίφημου δημαρχείου-Ρολογιού/συμβόλου του παλιού Πειραιά, ανέγερση κιτς τερατοκτισμάτων), δεν τόλμησε ωστόσο ν’ αγγίξει το εναπομείιναν κομμάτι του ΑΚΤΑΙΟΝ, το οποίο μάλιστα λειτούργησε για ένα διάστημα ως… παρακμιακή ντισκοτέκ. Στα χρόνια των αρχών της δεκαετίας του ’90 όμως, ένας άλλος δήμαρχος, το αποχαρακτήρισε από διατηρητέο και μια ωραία πρωία κάποια χρήματα άλλαξαν τσέπες και κάποιες μπουλντόζες έπιασαν δουλειά! Για την τιμή των όπλων μερικοί πολίτες μαζεύτηκαν και φώναξαν για λίγο, αλλά μετά μπουχός και σιωπή. Η σιωπή της απληστίας, του κέρδους, της απάθειας των κοντοπίθαρων καταφερτζήδων εργολάβων κ.λπ.
Στη θέση του ξενοδοχείου ΑΚΤΑΙΟΝ βρίσκεται σήμερα το μεγαθήριο ιδιωτικό νοσοκομείο που αναφέραμε στην αρχή, με κάποιες καμπύλες εδώ κι εκεί στην καρκατσούλα πρόσοψή του ν’ αποτελούν το άλλοθι του αρχιτέκτονα γι’ αυτό που βρισκόταν κάποτε στη θέση του, αναδεικνύοντας όμως περίτρανα την αμάθεια και την ανυπαρξία της αισθητικής που αυτός αντέταξε απέναντι στον Τσίλλερ…
Το ΑΚΤΑΙΟΝ –με την πλαϊνή πρόσοψη επί της μπαζωμένης τώρα ακτής που του έδωσε κάποτε τ’ όνομά του– υπάρχει πια μόνο σε μια φούχτα καρτ-ποστάλ και φωτογραφίες της ένδοξης εποχής του και ίσως στις αναμνήσεις κάποιων παλιών κατοίκων της περιοχής. Οι λαοί, όπως και οι άνθρωποι μεμονωμένα, έχουν τελικά αυτούς που τους αξίζουν. Κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών για το ότι ο Πειραιάς κατήντησε ως εμφάνιση και, το κυριότερο, ως νοοτροπία να είναι σήμερα η κοντινότερη επαρχιακή πόλη στην Αθήνα!
Κι εδώ ακριβώς έρχεται η πρότασή μας:
Δείξτε μας ΡΕ τι μάγκες διοικούντες είστε!
Δείξτε μας ΡΕ κι εσείς οι άλλοι τι μάγκες αρχιτέκτονες βγάζουν τα πολυτεχνεία μας, που μπορούν να ξεφύγουν από την πενηντάχρονη πια λογική του βάζω-κουτιά-πάνω-σε-άλλα-κουτιά της ελληνικής οικιστικής (σκατά) ανάπτυξης!
Δείξτε μας ΡΕ κι εσείς οι μαρκετίστες, απόφοιτοι των χιλιάδων σχολών διοίκησης τις ιδέες και τις προτάσεις σας για το λόγο ύπαρξης και τις δυνητικές λειτουργίες ενός τέτοιου κτίσματος στις μέρες μας!
Όσοι έχουν δει το «Καλώς ήρθε το δολλάριο», ίσως θυμούνται με τι πόνο και οργή ο εξευτελισμένος από ανάγκη Γιώργος Κωνσταντίνου –όταν ο κλεφτράκος αδελφός Τζαννετάκος αρπάζει μια γωνία από το καρβέλι για το οποίο δε δούλεψε– ξεστομίζει τη φράση «Άσε κάτω το ψωμί ΡΕ», έτσι δεν είναι; Με το ίδιο ύφος κι ένταση φανταστείτε κι εσείς το ΡΕ των παραπάνω φράσεων, για να πάρετε μια ιδέα για τη σιχασιά μας απέναντι στην υποκρισία που διαχρονικά τα προαναφερόμενα συνδικάτα αναπαράγουν.
Προκλητικά, θα έλεγε κανείς, στο ακριβώς διπλανό οικοδομικό τετράγωνο του αλλοτινού ΑΚΤΑΙΟΝ, ένα άδειο οικόπεδο ανάλογης έκτασης περιμένει τη σειρά του για να «φιλετοποιηθεί» κατά την προσφιλή, αηδή έκφραση των πονηρών νεοελλήνων, αργά ή γρήγορα.
Σ’ έναν κόσμο που έμαθε να ξεχνά τι θα πει «ωραίο», πώς θα σας φαινόταν αν τους προλάβαινε κάποια μέρα η πρωτοβουλία μας για την επανανέγερση του θρυλικού οικοδομήματος, με κεφάλαια Ευρωπαϊκής Ένωσης, χορηγιών εγχώριων ή ξένων και με όποια πολιτιστική λειτουργικότητα μπορεί να δημιουργήσει η φαντασία; Δεν θα ήταν η πιο υπέροχη απάντηση στην αναίδεια, την απραξία, αλλά ουσιαστικά τη φοβία για δημιουργία των καιρών που ζούμε κι εκείνων που απειλούν να έρθουν;
Με λόγια λίγα:
Ξαναφτιάξτε το ΑΚΤΑΙΟΝ, ΡΕ!!
Υ.Γ. 1 Τα σχόλια και η συνεισφορά σας σχετικά με τα παραπάνω, δεν είναι απλώς ευπρόσδεκτα. Επιβάλλονται.
Υ.Γ. 2 Οι φωτό από το εξωτερικό και το εσωτερικό του ΑΚΤΑΙΟΝ που χρησιμοποιήσαμε είναι διαθέσιμες στον καθένα, μετά από λίγη αναζήτηση στο δίκτυο. Δεν τις εκμεταλλευτήκαμε –βέβαια– εμπορικά, παρά μόνο αισθητικά.
Υ.Γ. 3 …κάτι που δεν μπορούν να ισχυριστούν οι εκδότες πρόσφατου ελληνικού μυθιστορήματος, οι οποίοι χρησιμοποίησαν την πρώτη φωτό για το εξώφυλλο, μη μπαίνοντας στον κόπο ν’ αναφέρουν ούτε την πηγή ούτε την ταυτότητά της.